- ἀνθοδίαιτος
- ἀνθο-δίαιτος, ον,A living on flowers,
μέλισσα AP5.162
(Mel.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μέλισσα AP5.162
(Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανθοδίαιτος — ἀνθοδίαιτος, ον (Α) (για τη μέλισσα) αυτή που τριγυρίζει στα άνθη και τρέφεται απ αυτά … Dictionary of Greek
ἀνθοδίαιτε — ἀνθοδίαιτος living on flowers masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)